- σπευστός
- σπευσ-τός, ή, όν,A to be done or pursued eagerly, Phryn.PSp.108 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπευστός — ή, όν, Α [σπεύδω] αυτός τον οποίο πρέπει να σπεύσει κανείς να κάνει … Dictionary of Greek
σπευστόν — σπευστός to be done masc acc sg σπευστός to be done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπευστικός — ή, όν, Α [σπευστός] αυτός που σπεύδει, βιαστικός. επίρρ... σπευστικῶς βιαστικά … Dictionary of Greek